πλαγιοδετώ

πλαγιοδετώ
-έω, Ν
ναυτ. δένω αγκυροβολημένο πλοίο με πλαγιοδέτη με τέτοιο τρόπο ώστε να λάβει ορισμένη πλάγια κατεύθυνση, κν. δένω λεντία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλαγιοδέτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πλαγιοδέτηση — η, Ν [πλαγιοδετώ] ναυτ. ο χειρισμός και η κατάλληλη αγκυροβολιά ενός πλοίου, ώστε ο διαμήκης άξονας του να τηρείται με ασφάλεια προς ορισμένη κατεύθυνση, ανεξάρτητα από τη διεύθυνση τού ανέμου και τών ρευμάτων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”